συγκοπτικῶς

συγκοπτικῶς
συγκοπτικός
of syncope
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκοπτικός — ή, όν, ΜΑ [συγκόπτω] μσν. αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμία αρχ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή. επίρρ... συγκοπτικῶς Α όπως αυτός που υπέστη συγκοπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”